ἀπαλλακτικά

ἀπαλλακτικά
ἀπαλλακτικός
fit for ridding
neut nom/voc/acc pl
ἀπαλλακτικά̱ , ἀπαλλακτικός
fit for ridding
fem nom/voc/acc dual
ἀπαλλακτικά̱ , ἀπαλλακτικός
fit for ridding
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βούλευμα — Έτσι ονομάζεται στη νομική επιστήμη η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου. Αφορά ποινικές υποθέσεις που διεκπεραιώνονται χωρίς να φτάσουν στο ακροατήριο, δηλαδή σε κανονική δίκη, και άλλες που η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο γίνεται με β., το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”